μαγικούς

μαγικούς
μαγικός
magical
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα …   Dictionary of Greek

  • αντιπερίαμμα — ἀντιπερίαμμα, το (Μ) κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ το φυλαχτό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»] …   Dictionary of Greek

  • εκθεώ — ἐκθεῶ ( όω) (Α) θεοποιώ, αποθεώνω 2. (για ναό ή ιερό τόπο) εγκαινιάζω 3. πνίγω ιερό ζώο για μαγικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • εκμαγεύω — ἐκμαγεύω (Α) εξαπατώ με μαγικούς τρόπους …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καταδεσμεύω — (AM) δένω με κάτι, περιτυλίγω («περιψύχων καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. κάνω μαγικούς καταδέσμους, δένω με μάγια 2. δένω γερά κάτι για να τό φυλάξω …   Dictionary of Greek

  • καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] …   Dictionary of Greek

  • καταπασσαλεύω — (AM, Α αττ. τ. καταπατταλεύω) κάνω μάγια καρφώνοντας πασσάλους, καρφώνω για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πασσαλεύω «καρφώνω με πασσάλους»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”